διαιρετικός — logically distinguishable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει αρχ. 1. ο πρόσφορος για χωρισμό 2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους 3. (ρητ.) μεριστικός 4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση 5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική κλάδος τής… … Dictionary of Greek
διαιρετικός — ή, ό αυτός που μπορεί να διαιρεί, να χωρίζει: Οι χάρακες έχουν ακριβείς διαιρέσεις, γιατί γίνονται από διαιρετικές μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιρετικά — διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc pl διαιρετικά̱ , διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc/acc dual διαιρετικά̱ , διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικώτερον — διαιρετικός logically distinguishable adverbial comp διαιρετικός logically distinguishable masc acc comp sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικῶν — διαιρετικός logically distinguishable fem gen pl διαιρετικός logically distinguishable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικόν — διαιρετικός logically distinguishable masc acc sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικώτατον — διαιρετικός logically distinguishable masc acc superl sg διαιρετικός logically distinguishable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικαῖς — διαιρετικός logically distinguishable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικαί — διαιρετικός logically distinguishable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετικοῖς — διαιρετικός logically distinguishable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)